- όδόμετρος
- όδό-μετρος, ὁ, Wegemesser; von einem Läufer, der einen Weg durchmißt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οδόμετρο — το (ΑΜ ὁδόμετρον, Α και ὁδόμετρος, ὁ) όργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής απόστασης η οποία διανύεται στην ξηρά, αλλ. οδογράφος νεοελλ. (ειδικά) όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τού αριθμού τών στροφών ενός τροχού ή άξονα μετάδοσης … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ὁδομέτρου — ὁδόμετρον instrument for measuring distances neut gen sg ὁδόμετρος instrument for measuring distances masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδόμετρον — instrument for measuring distances neut nom/voc/acc sg ὁδόμετρος instrument for measuring distances masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)